λιπασμός

λιπασμός
ο удабривание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λιπασμός" в других словарях:

  • λιπασμός — anointing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπασμός — ο (AM λιπασμός) [λιπαίνω] νεοελλ. (για το έδαφος) λίπανση μσν. αρχ. πάχυνση αρχ. επάλειψη με λίπος …   Dictionary of Greek

  • λιπασμοῦ — λιπασμός anointing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπασμῷ — λιπασμός anointing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»